- σφαδάζω
- σφάδασα1. σπαρταράω, ψυχορραγώ: Σφάδαζε ακόμη το χτυπημένο ζώο.2. σπαρταράω, σπαράζω από τους πόνους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφαδᾴζω — σφαδάζω pres subj act 1st sg σφαδάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαδάζω — pres subj act 1st sg σφαδάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαδάζω — σφαδάζω, σφάδασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
σφαδάζετε — σφαδάζω pres imperat act 2nd pl σφαδάζω pres ind act 2nd pl σφαδάζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαδάζῃ — σφαδάζω pres subj mp 2nd sg σφαδάζω pres ind mp 2nd sg σφαδάζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαδάσει — σφαδάζω aor subj act 3rd sg (epic) σφαδάζω fut ind mid 2nd sg σφαδάζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαδαζόντων — σφαδάζω pres part act masc/neut gen pl σφαδάζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαδᾴζει — σφαδάζω pres ind mp 2nd sg σφαδάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαδᾴζουσι — σφαδάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σφαδάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)